Κυριακή 17 Μαρτίου 2013
Περισσότεροι φόροι, περισσότερη κρίση
Προχθές η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε την πρώτη εκτίμησή της για το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν του 2012. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε προκύπτει ότι το ΑΕΠ μειώθηκε το 2012 σε σχέση με το 2011 κατά 7,1%. Σε ονομαστικούς όρους ανήλθε σε 193,7 δισ. ευρώ έναντι 208,5 δισ. ευρώ το 2011.
Σ’ αυτό συνετέλεσε σημαντικά και η δραματική συρρίκνωση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά το 2012. Η οικοδομική δραστηριότητα μειώθηκε σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο κατά 29%, ενώ ο βιομηχανικός δείκτης υποχώρησε τον Ιανουάριο του 2013 κατά 4,8%.
Μια πολύ κρίσιμη παράμετρος είναι ότι τα έσοδα από τη φορολογία μειώθηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, περίπου κατά 8% (φόροι επί των προϊόντων, της παραγωγής και των εισαγωγών). Αν ανατρέξουμε στα απολογιστικά στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών για το 2011 διαπιστώνουμε ότι η φορολογία φυσικών και νομικών προσώπων παρά την πρωτοφανή φοροκαταιγίδα απέδωσε μόλις 14 δισ. ευρώ, δηλαδή μόλις 7%.
Το 2013 τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Τα έσοδα του κράτους από τη φορολογία θα παρουσιάσουν μεγάλη απόκλιση από τα προϋπολογισθέντα, όπως εμμέσως ή αμέσως καταλαβαίνει κανείς από τις δηλώσεις των διαφόρων κυβερνητικών αξιωματούχων. Ίσως υπάρξει μια αύξηση των εσόδων από τη φορολογική αφαίμαξη των ιδιοκτητών ακινήτων (έχουν προϋπολογισθεί 3,8 δισ. ευρώ), η οποία όμως ευθύνεται για την καθίζηση της οικοδομικής δραστηριότητας. Αλλά και γενικότερα η υπέρμετρη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας θα έχει συνολικά για την οικονομία καταστροφικά αποτελέσματα.
Η μεγάλη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, σε συνδυασμό με τη μεγάλη και άδικη φορολογία εισοδήματος, οδηγεί σε απόγνωση μεγάλο αριθμό ιδιοκτητών και περισσότερο απ’ όλους τους πιο συνεπείς φορολογούμενους. Δεδομένου ότι η δυνατότητα ρευστοποίησης ακινήτων εξαιτίας της κατάρρευσης της αγοράς είναι εξαιρετικά δύσκολη και ότι στη συντριπτική πλειονότητα των φορολογουμένων δεν προκύπτει πλέον κανένα κέρδος από την εργασία τους, αυτοί θα αναγκαστούν να αποπληρώσουν τους φόρους από το πλεόνασμα του εισοδήματος προηγουμένων ετών. Να αποσύρουν δηλαδή αναγκαστικά τις τραπεζικές καταθέσεις τους. Για την οικονομία της συζήτησης ξεπερνώ το γεγονός ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος φορολογεί το εισόδημα των συνεπών φορολογουμένων για πολλοστή φορά, αφού έχει προηγηθεί η κανονική φορολόγησή του, η περαίωση, η έκτακτη εισφορά, η εισφορά αλληλεγγύης κ.ο.κ.
Το χειρότερο είναι ότι η απόσυρση των καταθέσεων για να πληρωθούν φόροι θα επιφέρει νέα μεγάλη μείωση στην παραγωγή και στο ΑΕΠ της χώρας, κυρίως διότι τα υπολείμματα των καταθέσεων (σήμερα ανέρχονται περίπου στα 165 δισ. ευρώ) χρησιμοποιούνται, κατά ένα μέρος, από το τραπεζικό σύστημα για τον δανεισμό των επιχειρήσεων, για να υπάρχει δηλαδή πραγματική οικονομία. Επιπροσθέτως, εάν αφαιρεθεί (στην καλύτερη περίπτωση) 1 με 1,5 δισ. ευρώ από τις τραπεζικές καταθέσεις, οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα διότι το ποσόν αυτό θα αναγκαστούν να το δανειστούν είτε από την ΕΚΤ είτε από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος, με απαγορευτικά στην τελευταία περίπτωση επιτόκια.
Η αποστέρηση αυτών των χρημάτων από την πραγματική οικονομία υπέρ της διατήρησης ενός παρασιτικού, υδροκέφαλου και πελατειακού κράτους (crowding out) θα οδηγήσει χιλιάδες επιχειρήσεις σε κλείσιμο και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία.
Δυστυχώς η τρικομματική κυβέρνηση και οι οικονομικοί φωστήρες της αγνοούν εγκληματικά τα πορίσματα της οικονομικής επιστήμης, τα εμπειρικά και αναλυτικά δεδομένα και εμμένουν στον παραλογισμό της υψηλής φορολογίας, που οδηγεί την οικονομία σε ύφεση και ανεργία, τα δημόσια έσοδα σε δραματική υστέρηση και σε τελική ανάλυση σε αδυναμία εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Θα θυμίσω μια ιστορία που αποκάλυψε ο Τζουντ Βανίσκι, αρθρογράφος της Wall Street Journal1. Τον χειμώνα του 1974, ο Άρθουρ Λάφερ, καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, παραβρέθηκε σε δείπνο με τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, υπεύθυνο του πολιτικού γραφείου του Προέδρου Φορντ, τον Ντικ Τσένι, αναπληρωτή του Ράμσφελντ, και τον Βανίσκι. Κατά τον Βανίσκι, ο Λάφερ σε μια χαρτοπετσέτα σχεδίασε την περίφημη «καμπύλη Λάφερ», αναπαριστώντας τη σχέση μεταξύ φορολογικών συντελεστών και φορολογικών εσόδων.
Η θεωρία του Λάφερ εξηγεί ότι όταν το κράτος αυξάνει τους φορολογικούς συντελεστές του από κάποιο ποσοστό και πάνω δεν αποκομίζει αντίστοιχα έσοδα. Μερικοί φορολογούμενοι επιβραδύνουν τη δραστηριότητά τους, μερικοί μετακινούνται στη δικαιοδοσία κάποιου άλλου περισσότερο φιλικού κράτους και κάποιοι οδηγούνται στη φοροδιαφυγή. Αντιθέτως, η μείωση των φόρων ενισχύει τα κίνητρα των ατόμων να εντείνουν την επαγγελματική τους προσπάθεια, με αποτέλεσμα να αυξάνονται η παραγωγικότητα, το ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα2.
Θυμίζω ότι ο μεγαλύτερος εταίρος αυτής της κυβέρνησης, η ΝΔ, είχε προεκλογικώς εξαγγείλει τη μείωση της φορολογίας. Με διάφορες προφάσεις η κυβερνητική ΝΔ μεταθέτει τη μείωση των φόρων στο απώτερο μέλλον. Στο μέλλον όμως που έχει στο μυαλό της η ΝΔ, η οικονομία μας μάλλον θα έχει αποβιώσει.
Η κυβέρνηση στο σύνολό της πρέπει να αντιληφθεί ότι η δραστική μείωση των φόρων δεν θα έχει μόνο θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, το σημαντικότερο είναι ότι θα σηματοδοτήσει μια μεγάλη ανατροπή των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, ανάμεσα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και τον δημόσιο τομέα.
Η μείωση των φόρων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της χώρας.
ΠΗΓΗ:Capital.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου