Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Η βιωσιμότητα του χρέους... θέλει ανάπτυξη

Τέσσερις εμπειρογνώμονες οικονομολόγοι, τρεις Έλληνες και ένας Eυρωπαίος αξιολογούν τους όρους του νέου δανείου και το κρίνουν ευνοϊκό τόσο ως προς το μέγεθος – το μεγαλύτερο που έχει δοθεί ποτέ - και ως προς το επιτόκιο εξυπηρέτησής του. Εκτιμούν – κατα πλειοψηφία - ότι μπορεί να γίνει πλέον βιώσιμο αλλά με τον όρο οτι θα υπάρξουν αλλαγές και διαρθρωτικές πολιτικές που θα επιτρέψουν την δημιουργία πλεονασμάτων και αναπτυξιακής δυναμικής. Παράλληλα δεν φαίνεται να δημιουργεί προβληματισμό το ότι μετά το PSI το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους θα είναι πλέον διακυβερνητικό και όχι στα χέρια των αγορών.

Νικόλαος Γεωργικόπουλος, Ερευνητής Χρηματοοικονομικών στο ΚΕΠΕ
Το νέο πρόγραμμα στήριξης της Ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο της συμφωνίας του Eurogroup της 21ης Φεβρουαρίου, προβλέπει επιπλέον χρηματοδότηση της Ελλάδας ύψους €130 δις έως το 2014. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού θα έρθει από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης μέσω του EFSF και ένα μικρότερο ποσό (δεν έχει διευκρινιστεί επακριβώς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης) από το ΔΝΤ. Αν συνυπολογιστούν τώρα και τα €110 δισ. του πρώτου προγράμματος, το συνολικό ποσό θεωρείται ικανοποιητικό και υπό συγκεκριμένους όρους επαρκές για τις ανάγκες αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με βασικό γνώμονα την βιωσιμότητά του. Επιπροσθέτως, το συνολικό ποσό του δάνειου για την Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με εκείνο που της αναλογεί σύμφωνα με το ποσοστό συνεισφοράς της στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης (περίπου στο 2%).
Αν και θα ήταν προτιμότερο από την μεριά της Ελλάδας, τόσο τα νέα ομόλογα όσο και τα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ αξιόγραφα να διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου θεωρείται ως ένα αντιστάθμισμα της «γενναιόδωρης» χρηματοδότησής μας από τους εταίρους και των ευνοϊκών όρων που διέπουν αυτή. Ταυτόχρονα αποτελεί και μια επιπλέον πίεση προς την Ελλάδα ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον ως εναλλακτική λύση η επιλογή μιας «ανέξοδης» αθέτησης των υποχρεώσεών της προς τους δανειστές.
Το μεσοσταθμικό επιτόκιο του νέου δανείου υπολογίζεται στα επίπεδα του 3,6%, με το ετήσιο κουπόνι στο 2% για την περίοδο μέχρι το 2015, 3% για την περίοδο 2015-2020 και 4,3% μετά την περίοδο αυτή. Το συγκεκριμένο επιτόκιο είναι σαφώς μικρότερο από το υφιστάμενο μεσοσταθμικό επιτόκιο πριν την νέα συμφωνία για το PSI και με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για την Ελλάδα, καθώς παρέχει σημαντική μείωση της τοκοχρεωλυτικής δαπάνης, ιδιαίτερα το πρώτο χρονικό διάστημα του προγράμματος.
Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, μετά από την συμφωνηθείσα μείωση (haircut) του αρχικού χρέους κατά 53,5% (σε ονομαστικούς όρους) για να περιοριστεί το χρέος στο 120,5% του ΑΕΠ το 2020, θεωρείται οριακά βιώσιμο. Ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί πλήρως η βιωσιμότητά του εφόσον υπάρχει σχεδόν καθολική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο PSI, τηρηθούν όλες οι δεσμεύσεις για διαρθρωτικές - δομικές αλλαγές εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, δεν επιδεινωθεί περαιτέρω η ύφεση και τέλος εφόσον επανέλθει η ελληνική οικονομία σε ρυθμούς αναπτυξιακής τροχιάς - έστω και μικρούς αρχικά - από τα μέσα του 2013.
Σχετικά τώρα με την μετατροπή του χρέους σε διακρατικό, δεδομένης της αδυναμίας πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου από το 2010 και για τουλάχιστον ακόμα δύο χρόνια και ταυτόχρονα συνεκτιμώντας την προβλεπόμενη επιδείνωση στις Ευρωπαϊκές αγορές χρέους το τρέχον έτος, αυτή θεωρείται υποχρεωτική και συνάμα κρίνεται θετική. Στην δυσμενή οικονομική συγκυρία που βρίσκεται η Ελλάδα είναι καλύτερα να εξαρτώμαστε από τους εταίρους μας, που ουσιαστικά δεν τους συμφέρει να χρεοκοπήσουμε, παρά η τύχη της χώρας μας να είναι στα «άπληστα» χέρια κερδοσκόπων. Επιπλέον, ένα μεγαλύτερο ποσοστό διακρατικής οφειλής θα έχει ως αποτέλεσμα την διασφάλιση της πλήρους διαφάνειας και του ελέγχου του χρέους (γνωρίζοντας επακριβώς και ανά πάσα στιγμή τους κατόχους του) και την διευκόλυνση όσον αφορά τα χρονικά περιθώρια αποπληρωμής του χρέους (αν κριθεί αναγκαίο) για την επίτευξη των απαραίτητων δημοσιονομικών προσαρμογών και των διαρθρωτικών - δομικών μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσουν ταχύτερα σε πρωτογενή πλεονάσματα και έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση.

Azad Zangana, European Economist του Οίκου Schroders
Με το επιπλέον ποσό των 130 δισ. ευρώ, η Ελλάδα θα έχει πλέον πρόσβαση σε χρηματοδότηση έως το 2014, γεγονός που συνεπάγεται ότι όπως όλα δείχνουν θα αποφύγει την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, δεδομένου ότι πρέπει να αποπληρώσει ομόλογα 14,5 δισ. ευρώ συν τόκους 1,5 δισ. ευρώ το Μάρτιο.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το πρωτογενές έλλειμμα διαμορφώθηκε στα 5,3 δισ. ευρώ, ή 2,4% του ΑΕΠ. Αν και ακούγεται εφικτό να εξαλειφθεί σε διάστημα δύο ετών, το πρόβλημα είναι η συνεχιζόμενη ύφεση στην Ελλάδα. Αν η οικονομία συρρικνωθεί με τον ίδιο ρυθμό του περασμένου έτους (5,3% ονομαστικό), τότε η επίτευξη του στόχου έως το 2014 θα είναι ακόμη πιο οδυνηρή. Παρ΄ όλα αυτά, αν όλα εξελιχθούν βάσει σχεδίου, η Ελλάδα θα μειώσει το επίπεδο του χρέους στο 120,5% του ΑΕΠ έως το 2020.
Η συμφωνία διάσωσης προϋποθέτει να δεχτεί ο ιδιωτικός τομέας κούρεμα σε ποσοστό 53,5% της ονομαστικής αξίας των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο του αρχικού 50% ωστόσο μικρότερο από όσα ανέφεραν φήμες τελευταία. Ήμασταν επιφυλακτικοί για το συγκεκριμένο θέμα στο παρελθόν καθώς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, περίπου το 40% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα. Αυτό σημαίνει ότι χρέος γίνεται διακρατικό, ωστόσο με ικανοποίηση βλέπουμε ότι εκτός από το PSI και ο επίσημος τομέας (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μεμονωμένες κυβερνήσεις) με κάποιο τρόπο θα συμμετάσχει.
Οι επίσημοι πιστωτές έχουν αποφασίσει να “ανακυκλώσουν” μέρος των κερδών που θα αποκομίσουν από τη διάσωση της Ελλάδα για να βοηθήσουν τη χώρα στο μέλλον.
Επιπλέον, το σχέδιο απαιτεί ένα αρκετά ήπιο εξωτερικό περιβάλλον για να δοθεί στήριξη στις εξαγωγές από τη στιγμή που η Ελλάδα θα ανακτήσει μέρος της ανταγωνιστικότητάς της. Η πιθανότητα να μην βιώσει η Ευρώπη μία ύφεση τα επόμενα 8-9 χρόνια είναι από χαμηλή έως μηδενική.
Εκτιμούμε ότι η πιθανότητα επιστροφής του κινδύνου κρίσης κρατικού χρέους τον επόμενο χρόνο παραμένει εξαιρετικά υψηλή και επομένως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την προοπτική η Ελλάδα να εγκαταλείψει εντέλει τη νομισματική ένωση. Η συμφωνία αναμένεται να οριστικοποιηθεί στις 12 και 13 Μαρτίου στις συνεδριάσεις των Eurogroup και ECOFIN.
Μακροπρόθεσμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχέδιο για την Ελλάδα είναι αισιόδοξο, κοντά στα όρια του φανταστικού. Εκτιμούμε ότι το επίπεδο λιτότητας που απαιτείται από το σχέδιο θα “βυθίσει” την Ελλάδα σε σφοδρή οικονομική ύφεση.

Χάρρυ Παπαπανάγος, καθηγητής Οικονομικών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Το παρόν πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα προσεγγίζει μαζί με τη ρευστότητα που παρέχεται στις ελληνικές τράπεζες περίπου στα 400 δισ. ευρώ, ιλιγγιώδες ποσό όχι μόνο για τα ευρωπαϊκά αλλά και για τα παγκόσμια δεδομένα.
Βασική προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους αποτελεί η διαμόρφωση ενός μεσοσταθμικού επιτοκίου στο PSI+ το οποίο να είναι μικρότερο από το μεσοσταθμικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μέχρι το 2020. Η παρούσα συμφωνία δεν διασφαλίζει μία τέτοιου είδους προϋπόθεση καθώς ο μεσοσταθμικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπερβεί το 3% του ΑΕΠ, η δε προβλεπόμενη ρήτρα ανάπτυξης της τάξης του 1% που θα προστίθεται στο επιτόκιο από τις πληρωμές του 2015 και μετά, θα υπερβαίνει κατά πάσα πιθανότητα το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ακόμη και αν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μεγαλύτερος του μεσοσταθμικού επιτοκίου του PSI+ και η Ελλάδα κατορθώσει να έχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 δισ. ευρώ ανά έτος και το δημόσιο χρέος διαμορφωθεί στο 120% του ΑΕΠ και πάλι θα είναι το υψηλότερο σε ολόκληρη την Ευρωζώνη καθιστώντας το δανεισμό της Ελλάδας από τις διεθνείς αγορές και πάλι αδύνατο. Συνεπώς η παρούσα αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και τα πακέτα διάσωσης της Ελλάδας αν και τα μεγαλύτερα που έχουν δοθεί ποτέ, δεν διασφαλίζουν την μακροχρόνια βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.
Πιστεύω ακράδαντα ότι η Ελλάδα, έστω και με τη μικρή πλέον διαπραγματευτική της δύναμη, σε συνεργασία με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θα πρέπει να πιέσουν προς 2 κατευθύνσεις
- τη δυνατότητα κοπής νέου χρήματος από την ΕΚΤ
- την έκδοση ευρωομολόγου
Και τα δύο παραπάνω προϋποθέτουν ένα κοινό δημόσιο χρέος και κοινό προϋπολογισμό σε επίπεδο Ευρωζώνης, ένα κοινό μηχανισμό δημοσιονομικού ελέγχου και δημοσιονομικής πειθαρχίας, μία κοινή δημοσιονομική πολιτική και έναν κοινό μηχανισμό μεταβιβαστικών πληρωμών. Πολύ φοβάμαι ότι βρισκόμαστε μακριά από μία κοινή οικονομική διακυβέρνηση σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Νίκος Καραβίτης, Αναπληρωτής καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η συμφωνία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι η μεγαλύτερη που έχει ποτέ γίνει παγκοσμίως. Σε πολύ απλούς όρους αυτή προβλέπει ότι τόσο ιδιώτες, όσο και ο επίσημος τομέας (κυρίως η ΕΚΤ) θα ανταλλάξουν ομόλογα τα οποία κατέχουν με νέα ομόλογα, αξίας λίγο χαμηλότερης από το ½ της αρχικής τους. Το αποτέλεσμα θα είναι η άμεση μείωση του δημόσιου χρέους κατά λίγο περισσότερο από 50% του ΑΕΠ. Πέρα από τη μείωση αυτή καθ’ αυτή, το ελληνικό δημόσιο θα έχει την υποχρέωση να αναχρηματοδοτήσει σημαντικά χαμηλότερα ποσά χρέους για τα επόμενα έτη, άρα θα αντιμετωπίσει χαμηλότερες πιέσεις χρηματοδότησης. Επίσης, η μείωση του χρέους σηματοδοτεί χαμηλότερες πληρωμές για τόκους στα επόμενα έτη, γεγονός που οδηγεί στην ελάφρυνση του ελλείμματος.
Το μέσο επιτόκιο της νέας συμφωνίας θα κυμανθεί κατά μέσο όρο γύρω στο 3,5%. Αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το τρέχον μέσο επιτόκιο και σημαίνει ότι θα μειωθούν τόσο το μεσοσταθμικό επιτόκιο, όσο και οι πληρωμές για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σημαντικό, επίσης, είναι ότι το επιτόκιο της συμφωνίας θα είναι χαμηλότερο του 3% για το κρίσιμο διάστημα αυτής της δεκαετίας και η αύξησή του θα επέλθει αργότερα, όταν τα πιεστικά προβλήματα θα έχουν ήδη ξεπεραστεί, όπως όλοι ελπίζουμε. Το ζήτημα των όρων δικαίου που θα ισχύσουν για τη νέα σύμβαση είναι μάλλον δευτερεύον από πλευράς ουσίας και σημειολογικής σημασίας.
Μετά από όλα αυτά, φαίνεται να διευθετείται ευνοϊκά το θέμα του απόλυτου ύψους του χρέους, καθώς και το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών και των πληρωμών για τόκους. Αυτά είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανά στοιχεία για να βάλουν το ελληνικό δημόσιο χρέος στο δρόμο της βιωσιμότητας. Για να ολοκληρωθεί η αναγκαία προσπάθεια θα πρέπει να επιτύχουμε και σε άλλα δύο μέτωπα και εκεί, μάλιστα, η ευθύνη μας ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου και δεν μπορούμε να τη μοιραστούμε με τους εταίρους μας. Εν πρώτοις, θα πρέπει να επιστρέψουμε σε ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης, και σε κάθε περίπτωση η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ να είναι υψηλότερη από το μέσο επιτόκιο του χρέους.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της δραστικής αλλαγής στις δομές και τον προσανατολισμό της οικονομίας μας, κυρίως μέσα από τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές. Αν πετύχουμε σε αυτό, τότε σε συνδυασμό με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα αναπτύσσουμε γρήγορα την οικονομική δραστηριότητα της χώρας, η οποία θα στηρίζεται από επαρκή χρηματοδότηση και, μάλιστα, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο. Όσο πιο καλά θα τα πηγαίνουμε, τόσο η χρηματοδότηση θα γίνεται ευκολότερη και με τη σειρά της θα διευκολύνει την ανάπτυξη. Το δεύτερο βασικό θέμα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε έχει να κάνει με την επίλυση των δημοσιονομικών προβλημάτων και την επιστροφή, όχι απλώς σε πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά σε υψηλά πλεονάσματα για όλη τη δεκαετία. Αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές και η δημοσιονομική προσαρμογή είναι τα πλέον δύσκολα σημεία, δεδομένου ότι έχουν να κάνουν με θυσίες των κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων, με θιγόμενα συμφέροντα και, εν τέλει, με την πολιτική διστακτικότητα στο να εφαρμοστούν όλα αυτά.

Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: