Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Αναδιάρθρωση χρέους: Συνήθης, υπό συνθήκες αναγκαία και υγιέστατη

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα

Πολλά και δικαιολογημένα έχουν γραφτεί για λάθη που προηγήθηκαν ή και ακολούθησαν την επιβολή του τριετούς σχεδίου σταθερότητας και τις αποφάσεις που πάρθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, σε εφαρμογή και κατ’ επιταγήν του. Τίποτα όμως δεν έχει γραφτεί για ό,τι νομίζω ότι θα έπρεπε να θεωρείται ως το μεγαλύτερο λάθος του σχεδίου, κι αυτό με την ένοχη συστράτευση της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ στην αρχή και, του ΔΝΤ μετέπειτα.
Ίσως, αντί για λάθος, θα έπρεπε να μιλάμε για αδικία. Μια αδικία τόσο μεγάλη όσο ανώφελη και επικίνδυνη και η οποία εντοπίζεται στον βασικό -αφετηριακής δυναμικής και γενεσιουργό κάθε παρεπόμενης αστοχίας- όρο του σχεδίου. Αυτόν που προβλέπει τη μείωση του ποσοστού του ελληνικού ελλείμματος από το 12,5 %, αρχικά έως και 4,0% στη συνέχεια, του ΑΕΠ, στο 8,5%, μέσα στην επόμενη τριετία. Έναν όρο πάνω στον οποίο βασίστηκε όλη η δυσβάσταχτη περαιτέρω δημοσιονομική πολιτική, με τα αντίστοιχα ασφυκτικά, αλλά και επικίνδυνα για τη συρρίκνωση της ανάπτυξης, μέτρα που καθιστούν τόσο εύθραυστη και ευάλωτη την επιτυχία του προγράμματος.
Η αδικία ήταν μεγάλη λόγω της πρωτοφανούς και μεροληπτικής έως και εκδικητικής αυστηρότητας εις βάρος μιας χώρας, η τιμωρία της οποίας έτυχε να εξυπηρετεί τις συναισθηματικές, λαϊκίστικες πολιτικές και εκλογικές συγκυρίες των ισχυρών εταίρων μας. Ήταν ανώφελη, όσο ανώφελο και αναποτελεσματικό είναι οτιδήποτε παίζει το ρόλο του αυτοσκοπού και επικίνδυνη γιατί με την, στα όρια του ανέφικτου, μείωση του ελλείμματος αφήνει ανοιχτό κάθε αρνητικό ενδεχόμενο, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τους αναμενόμενους αρνητικούς ή καχεκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Με άλλα λόγια ήταν τόσο ασφυκτικός ο στόχος, που ενείχε ήδη το σπέρμα της αποτυχίας, με τη μορφή της δυσκολίας, της αμφιβολίας, της απαισιοδοξίας και της, εξαιτίας αυτών, προσέλκυσης της προσοχής και του ενδιαφέροντος των κερδοσκόπων, οι οποίοι με το παραμικρό θα μπορούσαν να παίξουν με τους αριθμούς των δημοσιονομικών μας, κάτι που ξέρουν να κάνουν πολύ καλά.
Καταλήγω: Τι θα διέφερε, αν ως στόχος του προγράμματος ήταν η τόσο δραστική μείωση του ελλείμματος να επιτευχθεί μέσα στην επόμενη πενταετία αντί για την επόμενη τριετία;
Θα ήταν άδικο να κατηγορήσει κανείς την ελληνική κυβέρνηση που δέχθηκε αυτόν τον τόσο ασφυχτικό όρο. Μια κυβέρνηση με την πλάτη στο τοίχο και με την απειλή των αγορών-κερδοσκόπων σε ασύστολη προέλαση. Θα ήταν όμως πολύ δίκαιο κάποιος να κατηγορήσει γι΄ αυτό την Ευρωζώνη, την ΕΚΤ και στη συνέχεια το ΔΝΤ. Καλά, εμείς είμαστε στη ανάγκη και στο έλεός τους. Αυτοί όμως, σοφότατοι, με παρελθόν, με συμβούλους αναλυτές, με υποστηρικτικά στατιστικά προηγούμενα, με πείρα σε προγράμματα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω και αφού σίγουρα τα διέκριναν, τους ήταν τόσο δύσκολο να παραμερίσουν συναισθηματικά, δημαγωγικά και πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη, εν ονόματι μιας ορθολογικής, ρεαλιστικής και επωφελούς για όλους πρότασης εξόδου από την κρίση;
Σκέφτεται κανείς, εξίσου συναισθηματικά, πόσο δίκαιη, θα ήταν μια ανάλογης βιαιότητας αντίδραση από την ελληνική κυβέρνηση που θα προχωρούσε σε μονομερή αθέτηση των οικονομικών υποχρεώσεών της προς τις αγορές. Μια απόφαση, βεβαίως, τόσο απρόσφορη που λογικότατα ούτε καν συζητήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση.
Όσο όμως παράλογη και απρόσφορη θα ήταν η εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης αθέτηση των οικονομικών της υποχρεώσεων, κάτω από τις ασφυκτικές διαπραγματευτικές συνθήκες και συγκυρίες των τελευταίων μηνών, τόσο λογική θα ήταν μια σοβαρή και ελεγχόμενη επαναδιαπραγμάτευσή τους. Ο λόγος για μια, χρονική κυρίως, και από κοινού σχεδιασμένη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, σε συνεργασία με τους τρεις, ήδη συνυπεύθυνους για την ελληνική οικονομία οργανισμούς.
Όλες οι σχολές τραπεζιτών αναγνωρίζουν την αναδιάρθρωση χρέους ή επί το ελληνικότερο τη ρύθμιση χρέους, ως μια υγιέστατη και αμοιβαίως επωφελή μέθοδο, αφενός εξασφάλισης της συνέχειας εξυπηρέτησης και αφετέρου της εμφάνισης στους ισολογισμούς των τραπεζών ως ενήμερων, κάποιων κουρασμένων δανείων τους. Αυτό επιτυγχάνεται, σχετικά ανώδυνα, με την επεξεργασία ενός προσφορότερου προγράμματος ταμειακών ροών, κυρίως μέσα από την επιμήκυνση του ορίζοντα αποπληρωμής των χρεών ή μιας ευελιξίας που εξυπηρετείται από κάποιον ετεροχρονισμό καταβολών και που συνήθως παίρνει τη μορφή ενός πιο οπισθοβαρούς προγράμματος αποπληρωμής.
Το μεγαλύτερο και επιτυχέστατο παράδειγμα αναδιάρθρωσης-επαναδιαπραγμάτευσης χρέους ήταν αυτό της πόλης της Ν. Υόρκης, κατά την δεκαετία του ΄70.
Τα παραπάνω, μπορώ, ως πρώην επαγγελματικά μάχιμος υπεύθυνος πολλών ρυθμίσεων-αναδιαρθρώσεων χρεών να τα υπερασπιστώ, αναφέροντας επιπροσθέτως και την ειδικότερη εμπειρία μου από την εισαγωγή στην οικονομική ζωή της χώρας του Sale and Lease Back, ενός άριστου εργαλείου του Leasing για την αναδιάρθρωση-εξυγίανση των ισολογισμών και την ταμειακή ανακούφιση των εταιριών. Θυμίζω τη βασική μορφή του: Η εταιρεία Leasing αγοράζει σε μια συμφωνημένη (και εξυπηρετική των δύο μερών) τιμή πάγιο εξοπλισμό μιας εταιρείας, τον οποίο εξοπλισμό επανεκμισθώνει με πολυετή σύμβαση στην τελευταία, έναντι μισθώματος, οιονεί τοκοχρεωλυσίου. Συνήθως η μισθώτρια εταιρεία χρησιμοποιεί την αποκτώμενη ρευστότητα για την αποπληρωμή βραχυπρόθεσμων οφειλών της προς τράπεζες και προμηθευτές της, βελτιώνοντας έτσι δραστικά τη δομή του ισολογισμού, τον δείκτη κεφαλαίου κινήσεώς της και όχι μόνον.
Η Ελλάδα παρουσιάζει ένα πρωτογενές έλλειμμα, δηλαδή έλλειμμα που θα διατηρηθεί για πολλά χρόνια, εκτός εάν η χώρα σημειώσει μια θεαματική ανάπτυξη, που ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που προορίζεται για την εξυπηρέτηση του συσσωρευμένου χρέους το οποίο προσθέτει άλλες τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες ακόμη. Επί πλέον βρίσκεται αντιμέτωπη με τουλάχιστον τρία χρόνια συρρίκνωσης του ΑΕΠ, που θα κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα αν όχι απρόβλεπτα και επικίνδυνα.
Το σχέδιο σταθερότητας των 110 δισ. ευρώ και ο μετέπειτα μηχανισμός διάσωσης περίπου ενός τρις δολαρίων που προωθήθηκαν από τις χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ εφαρμόζουν την όχι και τόσο δημιουργική συνταγή: προσφέρουν περισσότερο δανεισμό σε χώρες που είναι πνιγμένες σε χρέη.
Εκείνο που από εξωτερικής δημοσιονομικής πλευράς χρειάζεται η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι ευνοϊκότεροι όροι δανεισμού, δηλαδή χαμηλότερο επιτόκιο και μεγαλύτερο διάστημα αποπληρωμής. Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, υπολογίζεται ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί διακόσια σαράντα δις την επόμενη πενταετία, ενενήντα από τα οποία για τόκους. Μια αναδιάρθρωση των ελληνικών ομολόγων που λήγουν από σήμερα έως το 2019 σε ένα ενιαίο 25ετές ομόλογο με επιτόκιο 4,5 % θα εξοικονομούσε στη χώρα περίπου εκατόν σαράντα δις ευρώ τα επόμενα πεντέμισι χρόνια.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια ΄ανάσα΄, σε συνάρτηση με την εν εξελίξει εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών της, θα βελτίωνε την εικόνα και το πιστωτικό προφίλ της χώρας, πράγμα που θα της επέτρεπε τη συντομότερη επαναπροσφυγή στις αγορές.
Πιστεύω ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ της κυβέρνησης. Ό,τι δεν μπορούσε να κάνει κατά τους τελευταίους μήνες, κάτω από τις πρωτοφανείς πιέσεις που δέχθηκε, ίσως θα μπορέσει να το κάνει στην πορεία της ζωής της, όταν η επιτυχής εξέλιξη του προγράμματος θα έχει αυξήσει την αξιοπιστία της και επομένως και την διαπραγματευτική της ικανότητα.
Η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους επομένως παραμένει μια σπουδαία εναλλακτική λύση, μια ρεζέρβα στη διάθεση της κυβέρνησης.
* O κ. Κωστούλας είναι τέως Γενικός Διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο: "Και οι Μάνατζερ έχουν ψυχή... ", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επτάλοφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: